- ἀνέσχετο
- ἀνέχωhold upaor ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» … Dictionary of Greek
μέλινος — (I) μέλινος, ὁ (Α) το φυτό μελίνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελίνη* με αλλαγή γένους]. (II) η ο (Α μέλινος και μελίνεος και μείλινος, ίνη, ον) αυτός που είναι κατασκευασμένος από ξύλο μελίας («ὁ δ ἀνέσχετο μείλινον ἔγχος Τληπόλεμος», Ομ. Ιλ … Dictionary of Greek